- ἀνάρθρου
- ἄναρθροςnot differentiatedmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μυ — (I) το (Α μὺ και μῡ και ιων. τ. μῶ) (άκλιτο) ονομασία τού γράμματος μ. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. Μ, μ (εγκυκλ.)]. (II) μὺ και μῡ, το (Α) 1. ασθενής ήχος που παράγεται με την ταχεία σύγκλειση τών χειλιών, μουρμούρισμα 2. μίμηση τού ήχου ανθρώπου που κλαίει… … Dictionary of Greek
μυκώμαι — (ΑΜ μυκῶμαι, άομαι, Α και μύκομαι) 1. (κυρίως για τα βοοειδή) εκβάλλω μυκηθμό, μουγκρίζω, μουκανίζω («μόσχοι σὺν κεραῇσιν ἐμυκήσαντο βόεσσι», Θεόκρ.) 2. (για άψυχα) εκβάλλω υπόκωφο και παρατεταμένο ήχο, βοώ, βουίζω (α. «η θάλασσα... μυκάται… … Dictionary of Greek
μύζω — (I) (ΑΜ μύζω, Μ και μύσσω) βογγώ θλιβερά, στενάζω από τη θλίψη («μύζουσιν οἰκτισμὸν πολὺν ὑπὸ ῥάχιν παγένιες», Αισχύλ.) (μσν. αρχ.) μυκτηρίζω, χλευάζω αρχ. 1. παράγω ήχο με τη μύτη έχοντας κλειστό το στόμα, μουγκρίζω 2. μουρμουρίζω από… … Dictionary of Greek